- πρωτόγονος
- πρωτόγονος, -ον1 first created ταύτᾳ δ' ἐν πρωτογόνῳ τελετᾷ παρέσταν μὲν ἄρα Μοῖραι σχεδόν (ἐν δὴ ταύτῃ τῇ πρώτῃ καταβολῇ τῶν Ὀλυμπίων καὶ πρώτῃ τελουμένῃ ἑορτῇ Σ.) O. 10.51
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
πρωτόγονος — first born masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτογόνος — η, ον, θηλ, και ος, Α 1. (το θηλ ως κύριο όν.) Πρωτογόνη ονομασία τής Περσεφόνης 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ πρωτογόνος αυτή που γεννάει για πρώτη φορά, πρωτόγεννη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + γόνος (< γόνος < γίγνομαι), πρβλ. παντο γόνος. Η… … Dictionary of Greek
πρωτόγονος — η, ο / πρωτόγονος, η, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. αυτός που υπήρξε στην αρχή, ο αρχέγονος (α. «ευρήματα πρωτόγονων πολιτισμών» β. «κοινωνία καὶ ἁρμονία τῆς πρωτογόνου ὀρχήσεως δείγματά ἐστι», Λουκιαν.) 2. το ουδ. ως ουσ. το πρωτόγονο(ν), το φυτό… … Dictionary of Greek
πρωτόγονος — η, ο 1. αυτός που υπήρξε στην αρχή, που υπήρξε από τους πρώτους, ο αρχέγονος: Πρωτόγονοι άνθρωποι. 2. αυτός που βρίσκεται σε άγρια κατάσταση, ο απολίτιστος: Πρωτόγονα ήθη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βέδα — Πρωτόγονος λαός, περιορισμένος τώρα στο ανατολικό τμήμα της Σρι Λάνκα μεταξύ της ανατολικής πλευράς του κεντρικού ορεινού όγκου του νησιού και της θάλασσας. Ο αριθμός των Β. δεν είναι απόλυτα εξακριβωμένος, δεδομένου ότι αποφεύγουν κάθε επαφή με… … Dictionary of Greek
Ιγκορότ — Πρωτόγονος λαός των Φιλιππίνων, ιδιαίτερα διαδεδομένος στη νήσο Λουσόν. Το όνομά τους στη γλώσσα Ταγκαλόγκ σημαίνει ορεσίβιος. Από σωματική άποψη, παρουσιάζουν τον κλασικό ινδονησιακό σωματότυπο, αν και έχουν μέσο ή και χαμηλό ανάστημα.… … Dictionary of Greek
πρωτογόνους — πρωτόγονος first born masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτόγονε — πρωτόγονος first born masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτόγονοι — πρωτόγονος first born masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
Φάνης — I Ονομασία του Δημιουργού Έρωτα στην Ορφική θεογονία. Ήταν ένας πρωτόγονος θεός που ξεπήδησε από το αβγό του κόσμου, το οποίο γέννησε η Νυξ. Στις Ορφικές Ραψωδίες, που διασώθηκαν από τον Ιερώνυμο και τον Ελλάνικο, ο Χρόνος αναφέρεται ως αιτία των … Dictionary of Greek